- ορθόδωρον
- ὀρθόδωρον, τὸ (Α)1. μέτρο μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το χέρι, από το άκρο τού καρπού μέχρι το άκρο τού μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία σπιθαμή («ὀρθόδωρονμέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῡ καρποῡ μέχρι τοῡ δακτύλουοἱ δὲ σπιθαμήν», Ησύχ.)2. το ανδρικό μόριο σε στύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + δῶρον «δώρο, η παλάμη ως μέτρο μήκους»].
Dictionary of Greek. 2013.